Νέες διαδηλώσεις, που σημαδεύτηκαν από βίαια επεισόδια, έλαβαν χώρα την Τρίτη το βράδυ στην Κίνα και συγκεκριμένα στην Γκουάνγκτζου, πόλη 19 εκατ. κατοίκων.
Πολίτες συγκρούστηκαν με αστυνομικούς που φόραγαν ολόσωμες λευκές προστατευτικές στολές και κράταγαν ασπίδες πάνω από τα κεφάλια τους για να μη τους χτυπήσουν αντικείμενα που εκτοξεύονταν εναντίον τους, όπως δείχνουν πλάνα που κυκλοφορούν σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης. Σε άλλο βίντεο, εικονίζονται συλληφθέντες με χειροπέδες.
Σειρά βίντεο στα κοινωνικά δίκτυα δείχνουν άρματα μάχης και στρατιωτικά οχήματα στους δρόμους κινεζικών πόλεων, όπως τη Σαγκάη, τη Γουχάν και την Χανγκζού.
Κάποιες μετακινήσεις γίνονται τη νύχτα, σε κάποιες περιπτώσεις όμως τα άρματα κινούνται στους κεντρικούς δρόμους μέρα μεσημέρι, σε ένα ξεκάθαρο μήνυμα επίδειξης ισχύος.
Σχεδόν τρία χρόνια μετά την πρώτη ανίχνευση κρούσματος της Covid-19 στην πόλη Ουχάν, ο αριθμός των κρουσμάτων στην Κίνα παραμένει πολύ χαμηλότερος από ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες.
Ωστόσο, αυτό σημαίνει ότι ο πληθυσμός έχει εκτεθεί σε μικρό βαθό στον ιό και το ποσοστό εμβολιασμού παραμένει χαμηλότερο από ό,τι σε πολλές χώρες.
Υπενθυμίζεται ότι, η Κίνα έχει αρνηθεί να
εισάγει εμβόλια από άλλες χώρες και χρησιμοποιεί μόνο όσα έχει αναπτύξει η ίδια τα οποία όμως έχουν αποδειχθεί ως λιγότερο αποτελεσματικά από αυτά που χρησιμοποιούνται ευρέως σε άλλες χώρες.
«Δυστυχώς, τα εμβόλια στην Κίνα δεν ήταν αρκετά αποτελεσματικά», υποστηρίζει ο καθηγητής
Πωλ Χάντερ, καθηγητής Ιατρικής στο βρετανικό Πανεπιστήμιο της East Anglia, προσθέτοντας ότι ο αριθμός των πιο
ευάλωτων Κινέζων που έχουν εμβολιαστεί, είναι χαμηλός κι ότι, όσοι εμβολιάστηκαν εδώ και αρκετό καιρό, δεν προστατεύονται σε μεγάλο μεγάλο από τα ενέσιμα σκευάσματα.
Τα δυτικά ΜΜΕ προβάλλον πολλούς «ειδικούς» στις μολυσματικές ασθένειες που υποστηρίζουν ότι η Κίνα πρέπει τώρα να «εισάγει τα εμβόλια mRNA που κατασκευάζονται από την Pfizer/BioNTech και τη Moderna, παρά τις προφανείς πολιτικές προκλήσεις από την αναγνώριση των αδυναμιών των εγχώριων εμβόλων της».
Ο σκεπτικισμός για τα εμβόλια όπως και η κόπωση των Κινέζων από την εφαρμογή των σκληρών αυστηρών περιοριστικών μέτρων, είναι επίσης δύο παράγοντες τους οποίους θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους οι κινεζικές αρχές.
Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Guardian», ο καθηγητής
Ντέβι Σρίντχαρ, πρόεδρος της παγκόσμιας δημόσιας υγείας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, υποστηρίζει ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι, μόνο το 40% των πολιτών άνω των 80 ετών έχουν κάνει την τρίτη, αναμνηστική δόση του εμβολίου ενώ εκατομμύρια παραμένουν ανεμβολίαστοι.
«[Η Κίνα] δεν προώθησε το εμβόλιο σε ομάδες ηλικιωμένων μέχρι τον Νοέμβριο του 2021, όμως, μέχρι τότε δεν υπήρξε έντονος σκεπτικισμός για τα εμβόλια… η χαμηλή αποτελεσματικότητα των κινεζικών εμβολίων χωρίς mRNA είναι επίσης ανησυχητική: μελέτες έδειξαν ότι η προστασία του εμβολίου εξασθενεί γρήγορα και ο ιός ήταν μη ανιχνεύσιμος ύστερα από έξι μήνες».
Ικανότητα υγειονομικής περίθαλψης
Η Κίνα έχει αναφέρει πολύ λιγότερους θανάτους σε σύγκριση με άλλες μεγάλες χώρες και έχει έναν από τους χαμηλότερους κατά κεφαλήν θανάτους στον κόσμο. Ωστόσο, θα πρέπει να ανοίξει τα σύνορά της, ένα βήμα που θα φέρει αναπόφευκτα ένα μεγάλο κύμα κρουσμάτων, επισημαίνει ο καθηγητής Πωλ Χάντερ και προσθέτει:
«Οι περιορισμοί θα πρέπει να αρθούν σταδιακά για να αποφευχθεί η ασφυξία των νοσοκομείων και άλλοι (περιορισμοί), όπως η χρήση μάσκας, θα μπορούσαν να τεθούν σε ισχύ για να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η εξάπλωση της νόσου Covid.Το κύμα θα κορυφωθεί πολύ γρήγορα και επίσης θα εξασθενίσει σχετικά γρήγορα. Αλλά όσο οι πολίτες βιώνουν αυτές τις καταστάσεις, τα πράγματα δεν θα είναι καλά».
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της εταιρείας ανάλυσης σε θέματα υγείας «Airfinity», έως και δύο εκατομμύρια Κινέζοι κινδυνεύουν να πεθάνουν εάν η χώρα άρει την πολιτική για την μηδενική ανοχή στη νόσο Covid, δεδομένων των χαμηλών ποσοστών εμβολιασμών όπως επίσης και της έλλειψης φυσικής ανοσίας του πληθυσμού της.
Επιπλέον, οι προετοιμασίες της Κίνας για την επιστροφή στην κανονικότητα μετά την άρση της στρατηγικής μηδενικής ανοχής Covid έχουν επίσης τεθεί υπό αμφισβήτηση από τους αναλυτές. Ενώ πολλές χώρες χρησιμοποίησαν τον χρόνο που τους δόθηκε από τα lockdown για να αυξήσουν την ικανότητά τους στις μονάδες αυξημένες φροντίδας (ΜΕΘ), η Κίνα εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με πολλά άλλα ασιατικά έθνη.
Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι, στην Κίνα λιγότερα από πέντε κρεβάτια στις ΜΕΘ αντιστοιχούν σε
100.000 ασθενείς, σε σύγκριση με σχεδόν 30 στην Ταϊβάν και περισσότερα από 10 στη Νότια Κορέα και την Ταϊλάνδη.
Αυτό επιβεβαιώνει κι ένα πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύτηκε στην κρατική εφημερίδα
«People's Daily» της Κίνας και επικαλείτο έναν αναλυτή φαρμακευτικών ειδών που ισχυρίζεται ότι, η επιστροφή στην κανονικότητα, μπορεί να «απειλήσει ένα σύστημα υγείας που έχει σήμερα πολύ λιγότερες κλίνες ΜΕΘ από εκείνες άλλων ανεπτυγμένων χωρών».
Υπάρχει μια γενικότερη άποψη ότι αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με την άνιση πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, πιθανότατα νθα οδηγούσαν σε μεγάλο αριθμό θανάτων εάν ο ιός απειλούσε να μολύνει τον πληθυσμό της χώρας που υπολογίζεται σε 1,4 δισεκατομμύρια .
Τι έπεται;
Η συναίνεση μεταξύ των παγκόσμιων ειδικών στον τομέα της υγείας είναι ότι η στρατηγική μηδενικής ανοχής που εφαρμόζει το Πεκίνο είναι μη βιώσιμη μακροπρόθεσμα.
Ωστόσο, υπάρχουν μικρές ενδείξεις ότι οι αρχές είναι πρόθυμες να χαλαρώσουν τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα.
Πρωτοσέλιδο άρθρο στην κρατική εφημερίδα της Κίνας,
«Global Times», επισημαίνει ότι, «σε σύγκριση με τα τελευταία δύο χρόνια, η Κίνα αντιμετωπίζει μια πολύ πιο σκληρή μάχη με τη νόσο Covid. Οι συντάκτες του άρθρου παραθέτουν έναν ανώνυμο εμπειρογνώμονα που προειδοποιεί ότι οι αρχές μπορεί να χρειαστεί να λάβουν «υπερβολικά μέτρα».
Ωστόσο, σε κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα «νεύμα» στην αυξανόμενη δημόσια δυσαρέσκεια, είναι ότι ο πρώην συντάκτης των
«Global Times», Hu Xijin, έχει αναγνωρίσει τις διαδηλώσεις που πραγματοποιούνται στη χώρα και παραδέχτηκε ότι,
«Με τη χαλάρωση των μέτρων πρόληψης και ελέγχου της επιδημίας, τα πνεύματα θα ηρεμούσαν.»«Οι περισσότεροι Κινέζοι δεν φοβούνται πλέον ότι θα μολυνθούν . Η Κίνα μπορεί να βγει από τη σκιά της νόσου Covid-19 νωρίτερα από το αναμενόμενο», όπως ο ίδιος υποστηρίζει.